κατσίκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατσίκα οι κατσίκες
      γενική της κατσίκας των κατσικών
    αιτιατική την κατσίκα τις κατσίκες
     κλητική κατσίκα κατσίκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατσίκα <  δείτε τη λέξη κατσίκι

Ουσιαστικό

Κατσίκα.

κατσίκα θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) μηρυκαστικό θηλαστικό του γένους Capra, συγγενές με το πρόβατο· το εξημερωμένο είδος Capra aegagrus hircus εκτρέφεται για το μαλλί του, το δέρμα του, το γάλα του και το κρέας του
     συνώνυμα: γίδα
  2. κακότροπη γυναίκα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Σύνθετα

Σημειώσεις

  • Συνήθως η λέξη αναφέρεται στο θηλυκό ζώο. Για το αρσενικό χρησιμοποιείται η λέξη τράγος, ενώ το ουδέτερο κατσίκι μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τα μικρά ή χωρίς διάκριση βιολογικού φύλου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.