κατσικάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κατσικάς | οι | κατσικάδες |
| γενική | του | κατσικά | των | κατσικάδων |
| αιτιατική | τον | κατσικά | τους | κατσικάδες |
| κλητική | κατσικά | κατσικάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.t͡siˈkas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τσι‐κάς
Ουσιαστικό
κατσικάς αρσενικό (δημοτική)
- (λαϊκότροπο, επάγγελμα) ο γιδοβοσκός, ο αιπόλος
- ο καλικάντζαρος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κατσίκα
Μεταφράσεις
κατσικάς
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.