koza

Πολωνικά (pl)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

koza (pl) θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) η κατσίκα, η γίδα



Σλοβακικά (sk)

Ουσιαστικό

koza (sk) θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) η κατσίκα, η γίδα



Σλοβενικά (sl)

Ουσιαστικό

koza (sl) θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) η κατσίκα, η γίδα



Τσεχικά (cs)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

koza (cs) θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) η κατσίκα, η γίδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.