κατσικάκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κατσικάκι τα κατσικάκια
      γενική
    αιτιατική το κατσικάκι τα κατσικάκια
     κλητική κατσικάκι κατσικάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατσικάκι < κατσίκ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
δύο κατσικάκια
μαγειρεύοντας κατσικάκι

Ουσιαστικό

κατσικάκι ουδέτερο

  1. υποκοριστικό του κατσίκι
  2. (συνεκδοχικά) το κρέας από μικρό κατσίκι
  3. (κατ’ επέκταση, γαστρονομία) το πιάτο που περιέχει τέτοιο κρέας

Μεταφράσεις

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε κατσίκι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.