αἴξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| αἰγ- | |||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | αἴξ | οἱ/αἱ | αἶγες | |
| γενική | τοῦ/τῆς | αἰγός | τῶν | αἰγῶν | |
| δοτική | τῷ/τῇ | αἰγῐ́ | τοῖς/ταῖς | αἰξῐ́(ν) & αἴγεσι(ν) & αἴγεσσιν | |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | αἶγᾰ | τοὺς/τὰς | αἶγᾰς | |
| κλητική ὦ! | αἴξ | αἶγες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | αἶγε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | αἰγοῖν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φλόξ' όπως «φλόξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
Ετυμολογία
- αἴξ < ἀΐσσω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
αἴξ, -γός αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- αἴξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- αἴξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.