καταλαμβάνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταλαμβάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταλαμβάνω < κατα- + λαμβάνω [1]
- σημασίες «λαμβάνω αξίωμα, καλύπτω» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική occuper
- σημασία «με κυριεύει συναίσθημα» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική emparer)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ta.laɱˈva.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐λαμ‐βά‐νω
Ρήμα
καταλαμβάνω, αόρ.: κατέλαβα, παθ.φωνή: καταλαμβάνομαι, π.αόρ.: καταλήφθηκα/κατελήφηθ(γ΄πρόσωπο), μτχ.π.π.: κατειλημμένος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταλαμβάνω | καταλάμβανα | θα καταλαμβάνω | να καταλαμβάνω | καταλαμβάνοντας | |
| β' ενικ. | καταλαμβάνεις | καταλάμβανες | θα καταλαμβάνεις | να καταλαμβάνεις | καταλάμβανε | |
| γ' ενικ. | καταλαμβάνει | καταλάμβανε | θα καταλαμβάνει | να καταλαμβάνει | ||
| α' πληθ. | καταλαμβάνουμε | καταλαμβάναμε | θα καταλαμβάνουμε | να καταλαμβάνουμε | ||
| β' πληθ. | καταλαμβάνετε | καταλαμβάνατε | θα καταλαμβάνετε | να καταλαμβάνετε | καταλαμβάνετε | |
| γ' πληθ. | καταλαμβάνουν(ε) | καταλάμβαναν καταλαμβάναν(ε) |
θα καταλαμβάνουν(ε) | να καταλαμβάνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κατέλαβα | θα καταλάβω | να καταλάβω | καταλάβει | ||
| β' ενικ. | κατέλαβες | θα καταλάβεις | να καταλάβεις | κατάλαβε | ||
| γ' ενικ. | κατέλαβε | θα καταλάβει | να καταλάβει | |||
| α' πληθ. | καταλάβαμε | θα καταλάβουμε | να καταλάβουμε | |||
| β' πληθ. | καταλάβατε | θα καταλάβετε | να καταλάβετε | καταλάβετε | ||
| γ' πληθ. | κατέλαβαν καταλάβαν(ε) |
θα καταλάβουν(ε) | να καταλάβουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω καταλάβει | είχα καταλάβει | θα έχω καταλάβει | να έχω καταλάβει | ||
| β' ενικ. | έχεις καταλάβει | είχες καταλάβει | θα έχεις καταλάβει | να έχεις καταλάβει | ||
| γ' ενικ. | έχει καταλάβει | είχε καταλάβει | θα έχει καταλάβει | να έχει καταλάβει | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταλάβει | είχαμε καταλάβει | θα έχουμε καταλάβει | να έχουμε καταλάβει | ||
| β' πληθ. | έχετε καταλάβει | είχατε καταλάβει | θα έχετε καταλάβει | να έχετε καταλάβει | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταλάβει | είχαν καταλάβει | θα έχουν καταλάβει | να έχουν καταλάβει |
| |
- Σημείωση: Οι συνοπτικοί τύποι χωρίς εσωτερική αύξηση (θέμα καταλαβ) ταυτίζονται με τους τύπους του ρήματος καταλαβαίνω.
Παθητικοί αόριστοι: καταλήφθηκα, και λόγιοι τύποι στα τρίτα πρόσωπα κατελήφθη, κατελήφθησαν από την αρχαία κλίση του αορίστου κατελήφθην του καταλαμβάνω
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | καταλαμβάνομαι | καταλαμβανόμουν(α) | θα καταλαμβάνομαι | να καταλαμβάνομαι | καταλαμβανόμενος | |
| β' ενικ. | καταλαμβάνεσαι | καταλαμβανόσουν(α) | θα καταλαμβάνεσαι | να καταλαμβάνεσαι | καταλαμβάνου | |
| γ' ενικ. | καταλαμβάνεται | καταλαμβανόταν(ε) | θα καταλαμβάνεται | να καταλαμβάνεται | ||
| α' πληθ. | καταλαμβανόμαστε | καταλαμβανόμαστε καταλαμβανόμασταν |
θα καταλαμβανόμαστε | να καταλαμβανόμαστε | ||
| β' πληθ. | καταλαμβάνεστε | καταλαμβανόσαστε καταλαμβανόσασταν |
θα καταλαμβάνεστε | να καταλαμβάνεστε | καταλαμβάνεστε | |
| γ' πληθ. | καταλαμβάνονται | καταλαμβάνονταν καταλαμβανόντουσαν |
θα καταλαμβάνονται | να καταλαμβάνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | καταλήφθηκα | θα καταληφθώ | να καταληφθώ | καταληφθεί | ||
| β' ενικ. | καταλήφθηκες | θα καταληφθείς | να καταληφθείς | |||
| γ' ενικ. | καταλήφθηκε | θα καταληφθεί | να καταληφθεί | |||
| α' πληθ. | καταληφθήκαμε | θα καταληφθούμε | να καταληφθούμε | |||
| β' πληθ. | καταληφθήκατε | θα καταληφθείτε | να καταληφθείτε | καταληφθείτε | ||
| γ' πληθ. | καταλήφθηκαν καταληφθήκαν(ε) |
θα καταληφθούν(ε) | να καταληφθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω καταληφθεί | είχα καταληφθεί | θα έχω καταληφθεί | να έχω καταληφθεί | κατειλημμένος | |
| β' ενικ. | έχεις καταληφθεί | είχες καταληφθεί | θα έχεις καταληφθεί | να έχεις καταληφθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει καταληφθεί | είχε καταληφθεί | θα έχει καταληφθεί | να έχει καταληφθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε καταληφθεί | είχαμε καταληφθεί | θα έχουμε καταληφθεί | να έχουμε καταληφθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε καταληφθεί | είχατε καταληφθεί | θα έχετε καταληφθεί | να έχετε καταληφθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν καταληφθεί | είχαν καταληφθεί | θα έχουν καταληφθεί | να έχουν καταληφθεί | ||
Αναφορές
- καταλαμβάνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- καταλαμβάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταλαμβάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.