καταληψίας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | καταληψίας | οι | καταληψίες |
| γενική | του | καταληψία | των | καταληψιών |
| αιτιατική | τον | καταληψία | τους | καταληψίες |
| κλητική | καταληψία | καταληψίες | ||
| Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- καταληψίας < κατάληψ(η) + -ίας
Μεταφράσεις
καταληψίας
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.