κατάληψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατάληψη | οι | καταλήψεις |
| γενική | της | κατάληψης* | των | καταλήψεων |
| αιτιατική | την | κατάληψη | τις | καταλήψεις |
| κλητική | κατάληψη | καταλήψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καταλήψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατάληψη < αρχαία ελληνική κατάληψις < καταλαμβάνω < κατά + λαμβάνω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική occupation[1]
Ουσιαστικό
κατάληψη θηλυκό
- η στρατιωτική ενέργεια με την οποία καταλαμβάνεται ένας τόπος (ύψωμα, οχυρό κ.λπ.)
- η ενέργεια διαμαρτυρίας με την οποία καταλαμβάνεται ένα μέρος (κτήριο ή ανοικτός χώρος) παρανόμως, για να εκφραστεί η δυσαρέσκεια μιας ομάδας για κάποιο θέμα
- Τα παιδιά του λυκείου έκαναν κατάληψη για να ληφθούν νέα μέτρα για την καθαριότητα των χώρων.
- (συνεκδοχικά) ο χώρος που έχει καταληφθεί
- Τα τηλεοπτικά συνεργεία είχαν στηθεί έξω από την κατάληψη περιμένοντας κάποιον να βγει και να τους δώσει συνέντευξη.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αναφορές
- κατάληψη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.