απροκατάληπτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απροκατάληπτος η απροκατάληπτη το απροκατάληπτο
      γενική του απροκατάληπτου της απροκατάληπτης του απροκατάληπτου
    αιτιατική τον απροκατάληπτο την απροκατάληπτη το απροκατάληπτο
     κλητική απροκατάληπτε απροκατάληπτη απροκατάληπτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απροκατάληπτοι οι απροκατάληπτες τα απροκατάληπτα
      γενική των απροκατάληπτων των απροκατάληπτων των απροκατάληπτων
    αιτιατική τους απροκατάληπτους τις απροκατάληπτες τα απροκατάληπτα
     κλητική απροκατάληπτοι απροκατάληπτες απροκατάληπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

απροκατάληπτος < α- στερητικό + προκατάληψη, προ-κατά-ληπ- + -τος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική unprejudiced) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /a.pɾo.kaˈta.li.ptos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απροκατάληπτος

Επίθετο

απροκατάληπτος, -η, -ο

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.