προκαταλαμβάνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προκαταλαμβάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προκαταλαμβάνω < προ- + καταλαμβάνω < κατα- + λαμβάνω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική préoccuper) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.ka.ta.laɱˈva.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐κα‐τα‐λαμ‐βά‐νω
Ρήμα
προκαταλαμβάνω, αόρ.: προκατέλαβα, παθ.φωνή: προκαταλαμβάνομαι, π.αόρ.: προκαταλήφθηκα, μτχ.π.π.: προκατειλημμένος
Συγγενικά
→ και δείτε τις λέξεις προ, καταλαμβάνω και λαμβάνω
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Αναφορές
- προκαταλαμβάνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- προκαταλαμβάνω < προ- + καταλαμβάνω < κατα- + λαμβάνω
Ρήμα
προκαταλαμβάνω
- καταλαμβάνω, κυριεύω από πριν
- επέρχομαι αιφνιδίως
- κερδίζω για τον εαυτό μου εκ των προτέρων, προσελκύω
- εξασφαλίζω
- υπερισχύω εκ των προτέρων
- δένω σταθερά
- (μεταφορικά) προλαμβάνω, ματαιώνω
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 18.2
- τὸν γὰρ προύχοντα οὐ μόνον ἐπιόντα τις ἀμύνεται, ἀλλὰ καὶ ὅπως μὴ ἔπεισι προκαταλαμβάνει.
- Δεν αποκρούει κανείς τον ισχυρότερο μόνο άμα αυτός επιτεθεί, αλλά παίρνει μέτρα εναντίον του για ν᾽ αποτρέψει την επίθεση.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- τὸν γὰρ προύχοντα οὐ μόνον ἐπιόντα τις ἀμύνεται, ἀλλὰ καὶ ὅπως μὴ ἔπεισι προκαταλαμβάνει.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 6, 18.2
- (μεταφορικά) (για πρόσωπα) προλαμβάνω ή βρίσκω αιφνιδίως
- (στην παθητική φωνή) καταλαμβάνομαι από πριν, κυριεύομαι εκ των προτέρων
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 89.2
- καὶ βοηθείας γενομένης πάντων Βοιωτῶν (οὐ γάρ πω Ἱπποκράτης παρελύπει ἐν τῇ γῇ ὤν) προκαταλαμβάνονται αἵ τε Σῖφαι καὶ ἡ Χαιρώνεια.
- Επειδή ο Ιπποκράτης δεν είχε ακόμα φτάσει στο έδαφός τους για να τους δημιουργήσει αντιπερισπασμό, όλοι οι Βοιωτοί έτρεξαν να βοηθήσουν και πρόλαβαν να πιάσουν τις Σίφες και την Χαιρώνεια.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- καὶ βοηθείας γενομένης πάντων Βοιωτῶν (οὐ γάρ πω Ἱπποκράτης παρελύπει ἐν τῇ γῇ ὤν) προκαταλαμβάνονται αἵ τε Σῖφαι καὶ ἡ Χαιρώνεια.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 5, 4.36
- γιγνώσκων δ᾽ ὅτι εἰ μή τις προκαταλήψοιτο τὸν Κιθαιρῶνα, οὐ ῥᾴδιον ἔσται εἰς τὰς Θήβας ἐμβαλεῖν,
- Ξέροντας ότι δεν ήταν εύκολο να εισβάλει κανένας στη Θήβα αν δεν είχε καταλάβει από πριν τον Κιθαιρώνα,
- Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- γιγνώσκων δ᾽ ὅτι εἰ μή τις προκαταλήψοιτο τὸν Κιθαιρῶνα, οὐ ῥᾴδιον ἔσται εἰς τὰς Θήβας ἐμβαλεῖν,
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 89.2
- (στην παθητική φωνή) διαπραγματεύομαι εκ των προτέρων
- (στην παθητική φωνή) γίνομαι κατανοητός εκ των προτέρων από κάποιον
- (στην παθητική φωνή) (για γεγονότα) ορίζομαι εκ των προτέρων, προκαθορίζομαι
- (στην παθητική φωνή) είμαι προκατειλημμένος
Πηγές
- προκαταλαμβάνω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προκαταλαμβάνω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.