πιάνω
έτσι ώστε να υπάρχει ομοιομορφία με τις υπόλοιπες σελίδες. Παρακαλούμε βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι η μορφή της σελίδας ταιριάζει με τα στάνταρντ του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)

χέρι που πιάνει ένα βιβλίο

τερματοφύλακας που πιάνει την μπάλα

στρατιώτες πιάνουν τον Γκαβρίλο Πρίντσιπ για τη δολοφονία του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου της Αυστρίας (1914)
Ετυμολογία
- πιάνω < μεσαιωνική ελληνική πιάνω. Από τον αόριστο ἐπίασα του ρήματος πιάζω (δωρικός τύπος του πιέζω) σχηματίστηκε νέος ενεστώτας σε -νω, κατ' αναλογία με τα έχασα-χάνω, έφθασα - φθάνω κ.α.
Ρήμα
πιάνω , πρτ.: έπιανα, στ.μέλλ.: θα πιάσω, αόρ.: έπιασα, παθ.φωνή: πιάνομαι, μτχ.π.π.: πιασμένος
- ακουμπώ κάτι γερά
- ακινητοποιώ ένα κινούμενο αντικείμενο με τα χέρια μου και το έχω στην κατοχή μου
- ο τερματοφύλακας έπιασε δύο πέναλντι
- συλλαμβάνω άνθρωπο ή ζώο (συνήθως μετά από έρευνα ή καταδίωξη)
- έπιασαν τους ληστές
- Ήξεραν πως αν τους έπιαναν η ποινή θα ήταν θάνατος. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
- για σωματικό πόνο ή ενόχληση που δυσκολεύει την κίνηση´
- μ' έπιασε η μέση μου
- (οικείο) φέρνω, σερβίρω
- για πιάσε κανένα ψαράκι
- παίρνω κρασί ή λάδι από βαρέλι ή μεγάλο δοχείο και γεμίζω ένα μικρότερο δοχείο
- καταλαμβάνω κάποιον χώρο
- αυτό το τραπέζι πιάνει πολύ χώρο
- επιδρώ πάνω σε κάποιον
- γενικά
- πήρα ένα υπνωτικό αλλά δεν με έπιασε ακόμα κι έτσι είμαι ακόμα άυπνος
- νοιώθω χορτάτος, νοιώθω κορεσμό
- έφαγα μια μπριζόλα και με έπιασε, δεν πεινάω άλλο
- με αφορά μέτρο της κυβέρνησης, αλλαγή νόμου
- με πιάνει το μέτρο και θα πληρώσω τα μαλλιοκέφαλά μου
- γενικά
- με αφορά κατηγορία ή ποινή
- με πιάνει και μένα η αποβολή, με είδε το τελευταίο δευτερόλεπτο δυστυχώς...
- πετυχαίνω μια επίδοση, φτάνω σε ένα συγκεκριμένο αριθμητικό αποτέλεσμα
- έπιασα δεκατριάρι στο ΠΡΟΠΟ
- (για τέχνασμα, προσποίηση, κόλπο κλπ) καταφέρνω να ξεγελάσω κάποιον
- δεν έπιασε το κόλπο
- (ραδιοτηλεπικοινωνίες) συλλαμβάνω κατά τρόπο επαρκή σήμα που εκπέμπεται
- το κινητό μου δεν πιάνει εδώ
- έπιασα έναν καλό σταθμό στο ραδιόφωνο
- (οικείο) κατανοώ με ακρίβεια αυτό που μου λένε
- δεν ξέρω αν με πιάνετε
- (ναυτικός όρος): προσεγγίζω, καταπλέω
- θα πιάσουμε Νάξο (= θα προσεγγίσουμε στο λιμάνι της Νάξου)
- (μετεωρολογία): αρχίζω, ξεσπώ
- κλείστε τ΄ αμπάρια μη πιάσει βροχή, έπιασε μπουρίνι
- (μεταφορικά) μιλώ για κάποιον
- πριν με πιάσει το στόμα σου, πλύν' το πρώτα καλά, γιατί θα έχουμε κακά ξεμπερδέματα
- → δείτε και το απρόσωπο πιάνει
Εκφράσεις
- με έπιασε πανικός, με έπιασε σύγκρυο, με έπιασε τεταρταίος πυρετός → δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
- πιάνει αέρας
- πιάνω πάτο
- πιάνω τον ταύρο από τα κέρατα
- πιάνει τόπο - (προφορικό) έχει αποτέλεσμα, αξιοποιείται θετικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πιάνω | έπιανα | θα πιάνω | να πιάνω | πιάνοντας | |
| β' ενικ. | πιάνεις | έπιανες | θα πιάνεις | να πιάνεις | πιάνε | |
| γ' ενικ. | πιάνει | έπιανε | θα πιάνει | να πιάνει | ||
| α' πληθ. | πιάνουμε | πιάναμε | θα πιάνουμε | να πιάνουμε | ||
| β' πληθ. | πιάνετε | πιάνατε | θα πιάνετε | να πιάνετε | πιάνετε | |
| γ' πληθ. | πιάνουν(ε) | έπιαναν πιάναν(ε) |
θα πιάνουν(ε) | να πιάνουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | έπιασα | θα πιάσω | να πιάσω | πιάσει | ||
| β' ενικ. | έπιασες | θα πιάσεις | να πιάσεις | πιάσε | ||
| γ' ενικ. | έπιασε | θα πιάσει | να πιάσει | |||
| α' πληθ. | πιάσαμε | θα πιάσουμε | να πιάσουμε | |||
| β' πληθ. | πιάσατε | θα πιάσετε | να πιάσετε | πιάστε | ||
| γ' πληθ. | έπιασαν πιάσαν(ε) |
θα πιάσουν(ε) | να πιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πιάσει | είχα πιάσει | θα έχω πιάσει | να έχω πιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πιάσει | είχες πιάσει | θα έχεις πιάσει | να έχεις πιάσει | έχε πιασμένο | |
| γ' ενικ. | έχει πιάσει | είχε πιάσει | θα έχει πιάσει | να έχει πιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πιάσει | είχαμε πιάσει | θα έχουμε πιάσει | να έχουμε πιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πιάσει | είχατε πιάσει | θα έχετε πιάσει | να έχετε πιάσει | έχετε πιασμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν πιάσει | είχαν πιάσει | θα έχουν πιάσει | να έχουν πιάσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) πιασμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) πιασμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) πιασμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) πιασμένο | |||||
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πιάνομαι | πιανόμουν(α) | θα πιάνομαι | να πιάνομαι | ||
| β' ενικ. | πιάνεσαι | πιανόσουν(α) | θα πιάνεσαι | να πιάνεσαι | (πιάνου) | |
| γ' ενικ. | πιάνεται | πιανόταν(ε) | θα πιάνεται | να πιάνεται | ||
| α' πληθ. | πιανόμαστε | πιανόμαστε πιανόμασταν |
θα πιανόμαστε | να πιανόμαστε | ||
| β' πληθ. | πιάνεστε | πιανόσαστε πιανόσασταν |
θα πιάνεστε | να πιάνεστε | (πιάνεστε) | |
| γ' πληθ. | πιάνονται | πιάνονταν πιανόντουσαν |
θα πιάνονται | να πιάνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πιάστηκα | θα πιαστώ | να πιαστώ | πιαστεί | ||
| β' ενικ. | πιάστηκες | θα πιαστείς | να πιαστείς | πιάσου | ||
| γ' ενικ. | πιάστηκε | θα πιαστεί | να πιαστεί | |||
| α' πληθ. | πιαστήκαμε | θα πιαστούμε | να πιαστούμε | |||
| β' πληθ. | πιαστήκατε | θα πιαστείτε | να πιαστείτε | πιαστείτε | ||
| γ' πληθ. | πιάστηκαν πιαστήκαν(ε) |
θα πιαστούν(ε) | να πιαστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω πιαστεί | είχα πιαστεί | θα έχω πιαστεί | να έχω πιαστεί | πιασμένος | |
| β' ενικ. | έχεις πιαστεί | είχες πιαστεί | θα έχεις πιαστεί | να έχεις πιαστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει πιαστεί | είχε πιαστεί | θα έχει πιαστεί | να έχει πιαστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε πιαστεί | είχαμε πιαστεί | θα έχουμε πιαστεί | να έχουμε πιαστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε πιαστεί | είχατε πιαστεί | θα έχετε πιαστεί | να έχετε πιαστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν πιαστεί | είχαν πιαστεί | θα έχουν πιαστεί | να έχουν πιαστεί | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πιασμένος - είμαστε, είστε, είναι πιασμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πιασμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πιασμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πιασμένοι | |||||
Μεταφράσεις
πιάνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.