προηγουμένως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προηγουμένως < αρχαία ελληνική προηγουμένως

Επίρρημα

προηγουμένως

  1. για κάτι που προηγήθηκε χρονικά, έγινε στο κοντινό παρελθόν
    άλλα μου έλεγες προηγουμένως και άλλα λες τώρα
  2. για κάτι που θα γίνει στο μέλλον πριν από κάτι άλλο
    για να αγοράσεις την τηλεόραση με δόσεις, πρέπει προηγουμένως να έχεις πάρει την έγκριση από την τράπεζα

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προηγουμένως < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

προηγουμένως

  1. προηγούμενα, πρωτύτερα
  2. κυρίως, απευθείας
  3. καταρχήν
  4. σκόπιμα, επίτηδες

Αντώνυμα

  • κατὰ συμβεβηκός
  • ἑπομένως
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.