προκατειλημμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προκατειλημμένος | η | προκατειλημμένη | το | προκατειλημμένο |
| γενική | του | προκατειλημμένου | της | προκατειλημμένης | του | προκατειλημμένου |
| αιτιατική | τον | προκατειλημμένο | την | προκατειλημμένη | το | προκατειλημμένο |
| κλητική | προκατειλημμένε | προκατειλημμένη | προκατειλημμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προκατειλημμένοι | οι | προκατειλημμένες | τα | προκατειλημμένα |
| γενική | των | προκατειλημμένων | των | προκατειλημμένων | των | προκατειλημμένων |
| αιτιατική | τους | προκατειλημμένους | τις | προκατειλημμένες | τα | προκατειλημμένα |
| κλητική | προκατειλημμένοι | προκατειλημμένες | προκατειλημμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προκατειλημμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου προκαταλαμβάνω
Μετοχή
προκατειλημμένος, -η, -ο
- που έχει διαμορφώσει εκ των προτέρων άποψη για ένα πρόσωπο ή θέμα και επομένως δύσκολα την αλλάζει· που έχει προκατάληψη
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προκαταλαμβάνω, καταλαμβάνω και λαμβάνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.