κατειλημμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατειλημμένος | η | κατειλημμένη | το | κατειλημμένο |
| γενική | του | κατειλημμένου | της | κατειλημμένης | του | κατειλημμένου |
| αιτιατική | τον | κατειλημμένο | την | κατειλημμένη | το | κατειλημμένο |
| κλητική | κατειλημμένε | κατειλημμένη | κατειλημμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατειλημμένοι | οι | κατειλημμένες | τα | κατειλημμένα |
| γενική | των | κατειλημμένων | των | κατειλημμένων | των | κατειλημμένων |
| αιτιατική | τους | κατειλημμένους | τις | κατειλημμένες | τα | κατειλημμένα |
| κλητική | κατειλημμένοι | κατειλημμένες | κατειλημμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατειλημμένος < μετοχή παρακειμένου του καταλαμβάνομαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ti.limˈme.nos/
Μετοχή
κατειλημμένος, -η, -ο
- που έχει καταληφθεί ή δεσμευτεί
- Ο θάλαμος του ανελκυστήρα είναι κατειλημμένος
- που είναι κρατημένος, ρεζερβέ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.