τοπική

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τοπική οι τοπικές
      γενική της τοπικής των τοπικών
    αιτιατική την τοπική τις τοπικές
     κλητική τοπική τοπικές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τοπική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου τοπικός, εννοείται πτώση

Προφορά

ΔΦΑ : /to.piˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τοπική
ομόηχο: τοπικοί

Ουσιαστικό

τοπική θηλυκό

λέξεις από την τοπική πτώση: (νέα ελληνικά)

λέξεις από την τοπική πτώση: (αρχαία ελληνικά)

και άλλεις λέξεις και κλιτικοί τύποι σε -φιν (πτυόφιν), -φι (Ἰλιόφι, ναῦφι), -θῐ, -οι, -οῖ, -ησι(ν), -ᾱσι(ν) και (ἔαρι, ἄγχι)

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

τοπική

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.