εντοπίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εντοπίζω < ελληνιστική κοινή ἐντοπίζω < ἐν + αρχαία ελληνική τόπος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική localiser)

Ρήμα

εντοπίζω (παθητική φωνή: εντοπίζομαι)

  1. βρίσκω τον τόπο που υπάρχει κάποιος ή κάτι
  2. βρίσκω, ανακαλύπτω
  3. περιορίζω κάτι σε κάποιον τόπο

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.