εντοπίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εντοπίζω < ελληνιστική κοινή ἐντοπίζω < ἐν + αρχαία ελληνική τόπος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική localiser)
Ρήμα
εντοπίζω (παθητική φωνή: εντοπίζομαι)
Συγγενικά
- εντόπιση
- εντοπισμός
- εντοπιστικός
- → δείτε τις λέξεις εν και τόπος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | εντοπίζω | εντόπιζα | θα εντοπίζω | να εντοπίζω | εντοπίζοντας | |
| β' ενικ. | εντοπίζεις | εντόπιζες | θα εντοπίζεις | να εντοπίζεις | εντόπιζε | |
| γ' ενικ. | εντοπίζει | εντόπιζε | θα εντοπίζει | να εντοπίζει | ||
| α' πληθ. | εντοπίζουμε | εντοπίζαμε | θα εντοπίζουμε | να εντοπίζουμε | ||
| β' πληθ. | εντοπίζετε | εντοπίζατε | θα εντοπίζετε | να εντοπίζετε | εντοπίζετε | |
| γ' πληθ. | εντοπίζουν(ε) | εντόπιζαν εντοπίζαν(ε) |
θα εντοπίζουν(ε) | να εντοπίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | εντόπισα | θα εντοπίσω | να εντοπίσω | εντοπίσει | ||
| β' ενικ. | εντόπισες | θα εντοπίσεις | να εντοπίσεις | εντόπισε | ||
| γ' ενικ. | εντόπισε | θα εντοπίσει | να εντοπίσει | |||
| α' πληθ. | εντοπίσαμε | θα εντοπίσουμε | να εντοπίσουμε | |||
| β' πληθ. | εντοπίσατε | θα εντοπίσετε | να εντοπίσετε | εντοπίστε | ||
| γ' πληθ. | εντόπισαν εντοπίσαν(ε) |
θα εντοπίσουν(ε) | να εντοπίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω εντοπίσει | είχα εντοπίσει | θα έχω εντοπίσει | να έχω εντοπίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις εντοπίσει | είχες εντοπίσει | θα έχεις εντοπίσει | να έχεις εντοπίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει εντοπίσει | είχε εντοπίσει | θα έχει εντοπίσει | να έχει εντοπίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε εντοπίσει | είχαμε εντοπίσει | θα έχουμε εντοπίσει | να έχουμε εντοπίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε εντοπίσει | είχατε εντοπίσει | θα έχετε εντοπίσει | να έχετε εντοπίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν εντοπίσει | είχαν εντοπίσει | θα έχουν εντοπίσει | να έχουν εντοπίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.