ανακαταλαμβάνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανακαταλαμβάνω < ανα- + καταλαμβάνω
Ρήμα
ανακαταλαμβάνω
- καταλαμβάνω ξανά, παίρνω υπό τον έλεγχό μου έναν χώρο (περιοχή, ύψωμα, κτήριο κλπ) από τον οποίο είχα αναγκαστεί να αποχωρήσω
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.