ακαταληψία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ακαταληψία | οι | ακαταληψίες |
| γενική | της | ακαταληψίας | των | ακαταληψιών |
| αιτιατική | την | ακαταληψία | τις | ακαταληψίες |
| κλητική | ακαταληψία | ακαταληψίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ακαταληψία < ελληνιστική κοινή ἀκαταληψία < αρχαία ελληνική ἀκατάληπτος < καταλαμβάνω
Ουσιαστικό
ακαταληψία θηλυκό
- η ιδιότητα του ακατάληπτου
- (φιλοσοφία) η αδυναμία κατανόησης ή σύλληψης ενός πράγματος, η παραδοχή ότι δεν μπορεί να υπάρξει βεβαιότητα αλλά μόνο με πιθανότητα
Μεταφράσεις
φιλοσοφία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.