ακαταληψία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ακαταληψία οι ακαταληψίες
      γενική της ακαταληψίας των ακαταληψιών
    αιτιατική την ακαταληψία τις ακαταληψίες
     κλητική ακαταληψία ακαταληψίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ακαταληψία < ελληνιστική κοινή ἀκαταληψία < αρχαία ελληνική ἀκατάληπτος < καταλαμβάνω

Ουσιαστικό

ακαταληψία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του ακατάληπτου
  2. (φιλοσοφία) η αδυναμία κατανόησης ή σύλληψης ενός πράγματος, η παραδοχή ότι δεν μπορεί να υπάρξει βεβαιότητα αλλά μόνο με πιθανότητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.