κατήγορος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κατήγορος οι κατήγοροι
      γενική του κατήγορου
& κατηγόρου
των κατήγορων
& κατηγόρων
    αιτιατική τον κατήγορο τους κατήγορους
& κατηγόρους
     κλητική κατήγορε κατήγοροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατήγορος < αρχαία ελληνική κατήγορος < κατά + ἀγορεύω

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈti.ɣo.ɾos/

Ουσιαστικό

κατήγορος αρσενικό ή θηλυκό

  1. που κατηγορεί κάποιον
  2. (νομικός όρος) που απευθύνει (επίσημα, σε δικανικά πλαίσια) κατηγορίες εναντίον κάποιου

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.