κατηγόρημα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κατηγόρημα | τα | κατηγορήματα |
| γενική | του | κατηγορήματος | των | κατηγορημάτων |
| αιτιατική | το | κατηγόρημα | τα | κατηγορήματα |
| κλητική | κατηγόρημα | κατηγορήματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατηγόρημα < αρχαία ελληνική κατηγόρημα, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prédicat[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.tiˈɣo.ri.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τη‐γό‐ρη‐μα
Ουσιαστικό
κατηγόρημα ουδέτερο
- (γλωσσολογία, συντακτικό) η απλή μορφή της ρηματικής φράσης, το μέρος της πρότασης που αποτελείται, είτε από μόνο το αμετάβατο ρήμα, είτε από το μεταβατικό ρήμα και το αντικείμενο[2] ή αντικείμενα, είτε από το συνδετικό ρήμα και το κατηγορούμενο[3]
- ↪ Ο Γιώργος είναι πονηρός - Το κατηγόρημα αποτελείται από τις λέξεις είναι πονηρός
- ↪ Ο Νίκος έστειλε ένα γράμμα στον αδελφό του - Το κατηγόρημα αποτελείται από τις λέξεις έστειλε ένα γράμμα στον αδελφό του
- (φιλοσοφία) το βασικό ή ουσιαστικό στοιχείο μιας υπόστασης, έννοιας, ιδιότητας κ.λπ.
- (λογική, πληροφορική) μία συνάρτηση ή έκφραση που επιστρέφει την τιμή "αληθές" ή "ψευδές"
Σημειώσεις
- Σε κάποια λεξικά (όπως το ΛΚΝ) ο ορισμός του κατηγορήματος είναι στενότερος και δεν περιλαμβάνει το συνδυασμό ρήμα + αντικείμενο. Εδώ ο ορισμός έχει δοθεί σύμφωνα με το Λεξικό Μπαμπινιώτη και το σχολικό βιβλίο Νεοελληνική Γλώσσα - Για το Γυμνάσιο, Αναθεωρημένη Έκδοση, Τεύχος Α', ΟΕΔΒ 2001, σελ. 94.
Συγγενικά
Μεταφράσεις
φιλοσοφία
|
|
Αναφορές
- κατηγόρημα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Και το τυχόν κατηγορούμενο του αντικειμένου
- «Λογική θεωρία και πράξη Γ' Λυκείου», σελ. 108. πρόσβαση:26/09/2019
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
