κατηγορηματικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατηγορηματικότητα | οι | κατηγορηματικότητες |
| γενική | της | κατηγορηματικότητας | των | κατηγορηματικοτήτων |
| αιτιατική | την | κατηγορηματικότητα | τις | κατηγορηματικότητες |
| κλητική | κατηγορηματικότητα | κατηγορηματικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατηγορηματικότητα < κατηγορηματικός + -ότητα
Ουσιαστικό
κατηγορηματικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του κατηγορηματικού, η έκφραση με απερίφραστη και απόλυτη βεβαιότητα
Μεταφράσεις
κατηγορηματικότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.