κατηγορικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατηγορικός | η | κατηγορική | το | κατηγορικό |
| γενική | του | κατηγορικού | της | κατηγορικής | του | κατηγορικού |
| αιτιατική | τον | κατηγορικό | την | κατηγορική | το | κατηγορικό |
| κλητική | κατηγορικέ | κατηγορική | κατηγορικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατηγορικοί | οι | κατηγορικές | τα | κατηγορικά |
| γενική | των | κατηγορικών | των | κατηγορικών | των | κατηγορικών |
| αιτιατική | τους | κατηγορικούς | τις | κατηγορικές | τα | κατηγορικά |
| κλητική | κατηγορικοί | κατηγορικές | κατηγορικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατηγορικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
κατηγορικός
- αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε κάποια κατηγορία
- κατηγορική ανισότητα (λόγω φύλου, φυλής, τάξεων ή οικονομικής κατάστασης, θρησκείας, εκπαίδευσης, πεποιθήσεων, κ.α.)
- ο κατηγοριάρης, αυτός που κατηγορεί τους άλλους, ο φιλοκατήγορος, ο φιλόψογος
- ο κατηγορηματικός, ο απερίφραστος
- κατηγορική προσταγή
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κατηγορικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.