κατηγορηματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατηγορηματικός | η | κατηγορηματική | το | κατηγορηματικό |
| γενική | του | κατηγορηματικού | της | κατηγορηματικής | του | κατηγορηματικού |
| αιτιατική | τον | κατηγορηματικό | την | κατηγορηματική | το | κατηγορηματικό |
| κλητική | κατηγορηματικέ | κατηγορηματική | κατηγορηματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατηγορηματικοί | οι | κατηγορηματικές | τα | κατηγορηματικά |
| γενική | των | κατηγορηματικών | των | κατηγορηματικών | των | κατηγορηματικών |
| αιτιατική | τους | κατηγορηματικούς | τις | κατηγορηματικές | τα | κατηγορηματικά |
| κλητική | κατηγορηματικοί | κατηγορηματικές | κατηγορηματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατηγορηματικός < κατηγόρημα + -ικός (1. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική catégorique[1]. 2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική prédicatif[1])
Επίθετο
κατηγορηματικός
- που διατυπώνεται με τρόπο που δεν εγείρει αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα, με απόλυτο τρόπο
- (γραμματική) που έχει σχέση με κατηγόρημα ή κατηγορούμενο
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
- κατηγορηματικός προσδιορισμός: (γραμματική)
Μεταφράσεις
κατηγορηματικός
|
- κατηγορηματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.