κατηγορηματικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατηγορηματικός η κατηγορηματική το κατηγορηματικό
      γενική του κατηγορηματικού της κατηγορηματικής του κατηγορηματικού
    αιτιατική τον κατηγορηματικό την κατηγορηματική το κατηγορηματικό
     κλητική κατηγορηματικέ κατηγορηματική κατηγορηματικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατηγορηματικοί οι κατηγορηματικές τα κατηγορηματικά
      γενική των κατηγορηματικών των κατηγορηματικών των κατηγορηματικών
    αιτιατική τους κατηγορηματικούς τις κατηγορηματικές τα κατηγορηματικά
     κλητική κατηγορηματικοί κατηγορηματικές κατηγορηματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κατηγορηματικός < κατηγόρημα + -ικός (1. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική catégorique[1]. 2. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική prédicatif[1])

Επίθετο

κατηγορηματικός

  1. που διατυπώνεται με τρόπο που δεν εγείρει αμφισβήτηση ή αβεβαιότητα, με απόλυτο τρόπο
  2. (γραμματική) που έχει σχέση με κατηγόρημα ή κατηγορούμενο

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.