κατηγοριάρης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατηγοριάρης | η | κατηγοριάρα | το | κατηγοριάρικο |
| γενική | του | κατηγοριάρη | της | κατηγοριάρας | του | κατηγοριάρικου |
| αιτιατική | τον | κατηγοριάρη | την | κατηγοριάρα | το | κατηγοριάρικο |
| κλητική | κατηγοριάρη | κατηγοριάρα | κατηγοριάρικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατηγοριάρηδες | οι | κατηγοριάρες | τα | κατηγοριάρικα |
| γενική | των | κατηγοριάρηδων | — | των | κατηγοριάρικων | |
| αιτιατική | τους | κατηγοριάρηδες | τις | κατηγοριάρες | τα | κατηγοριάρικα |
| κλητική | κατηγοριάρηδες | κατηγοριάρες | κατηγοριάρικα | |||
| To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
| Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κατηγοριάρης
|
- κατηγοριάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.