αυτοκατηγορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοκατηγορία | οι | αυτοκατηγορίες |
| γενική | της | αυτοκατηγορίας | των | αυτοκατηγοριών |
| αιτιατική | την | αυτοκατηγορία | τις | αυτοκατηγορίες |
| κλητική | αυτοκατηγορία | αυτοκατηγορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
αυτοκατηγορία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.