ἀγορεύω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀγορεύω < ἀγορά

Ρήμα

ἀγορεύω

  1. μιλώ σε δημόσια συγκέντρωση, βγάζω λόγο
  2. αναγγέλλω, διακηρύσσω
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 22 (Χ. Ἕκτορος ἀναίρεσις.), στίχ. 261 (στίχοι 261-262)
    Ἕκτορ, μή μοι, ἄλαστε, συνημοσύνας ἀγόρευε· | ὡς οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά,
    Μη μου προφέρεις σύμβασες, ω Έκτωρ μισητέ μου, | λεοντάρια και άνθρωποι ποτέ δεν όμοσαν ειρήνην,
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
  3. συμβουλεύω, παρακινώ
  4. ορίζω
  5. αποδεικνύω, φανερώνω, υποδηλώνω

Σύνθετα

  • ἀναγορεύω
  • ἀνταγορεύω
  • ἀντιπροσαγορεύω
  • ἀπαγορεύω
  • διαγορεύω
  • ἐξαγορεύω
  • ἐπαγορεύω
  • ἐπαναγορεύω
  • ἐπηγορεύω
  • καταγορεύω
  • πρηγορεύω
  • προαγορεύω
  • προαπαγορεύω
  • προσαγορεύω
  • προσαναγορεύω
  • προσαπαγορεύω
  • συναγορεύω
  • ὑπαγορεύω
  • ἀλληγορέω
  • ἀντιδημηγορέω
  • ἀντικατηγορέω
  • ἀντιπαρηγορέω
  • βουληγορέω
  • δημηγορέω
  • διαγρηγορέω
  • ἐξηγορέω
  • ἐγρηγορέω
  • ἐπιδημηγορέω
  • ἐπικατηγορέω
  • ὑψηγορέω
  • χρησμηγορέω
  • ψευδηγορέω
  • ψευδοκατηγορέω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.