κατηγορία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κατηγορία | οι | κατηγορίες |
| γενική | της | κατηγορίας | των | κατηγοριών |
| αιτιατική | την | κατηγορία | τις | κατηγορίες |
| κλητική | κατηγορία | κατηγορίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κατηγορία < αρχαία ελληνική κατηγορία < κατήγορος < κατά + αγορεύω
Ουσιαστικό
κατηγορία θηλυκό
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.