δημόσιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δημόσιος η δημόσια
& δημοσία
το δημόσιο
      γενική του δημόσιου
& δημοσίου
της δημόσιας
& δημοσίας
του δημόσιου
& δημοσίου
    αιτιατική τον δημόσιο τη δημόσια
& δημοσία
το δημόσιο
     κλητική δημόσιε δημόσια
& δημόσια
δημόσιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δημόσιοι οι δημόσιες τα δημόσια
      γενική των δημόσιων
& δημοσίων
των δημόσιων
& δημοσίων
των δημόσιων
& δημοσίων
    αιτιατική τους δημόσιους
& δημοσίους
τις δημόσιες τα δημόσια
     κλητική δημόσιοι δημόσιες δημόσια
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «πλάγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

δημόσιος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δημόσιος (κοινός)

Προφορά

ΔΦΑ : /ðiˈmo.si.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δημόσιος
τονικό παρώνυμο: δημοσίως

Επίθετο

δημόσιος, -α/-'α, -ο και με λόγιους τύπους

  • κάποιος που προορίζεται για τον λαό
    αυτό είναι ένα δημόσιο πάρκο
  • μπροστά σε κοινό
    έκανε δημόσια δήλωση

Αντώνυμα

Εκφράσεις

  • δημοσία δαπάνη (λόγιο, στη δοτική πτώση)
  • δημόσια σφαίρα
  • δημόσιο πρόσωπο
  • δημόσιος άνδρας
  • δημόσιος κίνδυνος
  • δημόσιος λόγος
  • δημόσιος χώρος
  • προσβολή δημοσίας αιδούς
  • Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη δήμος

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική δημόσιος δημοσί
& δημόσιος
τὸ δημόσιον
      γενική τοῦ δημοσίου τῆς δημοσίᾱς
& δημοσίου
τοῦ δημοσίου
      δοτική τῷ δημοσί τῇ δημοσί
& δημοσί
τῷ δημοσί
    αιτιατική τὸν δημόσιον τὴν δημοσίᾱν
& δημόσιον
τὸ δημόσιον
     κλητική ! δημόσιε δημοσί
& δημόσιε
δημόσιον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ δημόσιοι αἱ δημόσιαι
& δημόσιοι
τὰ δημόσι
      γενική τῶν δημοσίων τῶν δημοσίων
& δημοσίων
τῶν δημοσίων
      δοτική τοῖς δημοσίοις ταῖς δημοσίαις
& δημοσίοις
τοῖς δημοσίοις
    αιτιατική τοὺς δημοσίους τὰς δημοσίᾱς
& δημοσίους
τὰ δημόσι
     κλητική ! δημόσιοι δημόσιαι
& δημόσιοι
δημόσι
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δημοσίω τὼ δημοσί
& δημοσίω
τὼ δημοσίω
      γεν-δοτ τοῖν δημοσίοιν τοῖν δημοσίαιν
& δημοσίοιν
τοῖν δημοσίοιν
Ο τύπος του θηλυκού σε -ος, λιγότερο συνηθισμένος.
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'δίκαιος' όπως «δίκαιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.