αντικατηγορώ

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντικατηγορα οι αντικατηγορες
      γενική της αντικατηγορας των αντικατηγορών
    αιτιατική την αντικατηγορα τις αντικατηγορες
     κλητική αντικατηγορα αντικατηγορες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντικατηγορώ < αντι- + κατηγορώ

Ρήμα

αντικατηγορώ

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.