ακατηγόρητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακατηγόρητος | η | ακατηγόρητη | το | ακατηγόρητο |
| γενική | του | ακατηγόρητου | της | ακατηγόρητης | του | ακατηγόρητου |
| αιτιατική | τον | ακατηγόρητο | την | ακατηγόρητη | το | ακατηγόρητο |
| κλητική | ακατηγόρητε | ακατηγόρητη | ακατηγόρητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακατηγόρητοι | οι | ακατηγόρητες | τα | ακατηγόρητα |
| γενική | των | ακατηγόρητων | των | ακατηγόρητων | των | ακατηγόρητων |
| αιτιατική | τους | ακατηγόρητους | τις | ακατηγόρητες | τα | ακατηγόρητα |
| κλητική | ακατηγόρητοι | ακατηγόρητες | ακατηγόρητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακατηγόρητος < (ελληνιστική κοινή) ἀκατηγόρητος < ἀ- στερητικό + κατηγορέω + -τος
Μεταφράσεις
ακατηγόρητος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.