κατηγορούμενο
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ti.ɣoˈɾu.me.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τη‐γο‐ρού‐με‐νο
Ετυμολογία 1
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κατηγορούμενο | τα | κατηγορούμενα |
| γενική | του | κατηγορουμένου & κατηγορούμενου |
των | κατηγορουμένων |
| αιτιατική | το | κατηγορούμενο | τα | κατηγορούμενα |
| κλητική | κατηγορούμενο | κατηγορούμενα | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
- κατηγορούμενο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατηγορούμενον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κατηγορούμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα κατηγοροῦμαι
Ουσιαστικό
κατηγορούμενο ουδέτερο
- (γλωσσολογία, συντακτικό) ο όρος της πρότασης που αποδίδει μια ιδιότητα στο υποκείμενο ή το αντικείμενο διά του ρήματος
- ↪ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ:
- Ο Γιώργος είναι πονηρός - Το κατηγορούμενο του υποκειμένου είναι το επίθετο πονηρός.
- Ο Νίκος έγινε καπνός - Το κατηγορούμενο του υποκειμένου είναι το ουσιαστικό καπνός.
- Το δικαστήριο κήρυξε την απεργία παράνομη - Το κατηγορούμενο του αντικειμένου είναι το επίθετο παράνομη.
Πολυλεκτικοί όροι
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Ετυμολογία 2
- κατηγορούμενο: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος μετοχής
κατηγορούμενο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του κατηγορούμενος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του κατηγορούμενος
Πηγές
- κατηγορούμενο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- κατηγορούμενο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.