κατηγόρια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατηγόρια οι κατηγόριες
      γενική της κατηγόριας
    αιτιατική την κατηγόρια τις κατηγόριες
     κλητική κατηγόρια κατηγόριες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατηγόρια < κατηγορία < αρχαία ελληνική κατηγορία

Ουσιαστικό

κατηγόρια θηλυκό

  1. (οικείο) η ενέργεια του να κατηγορείς κάποιον, να προσάπτεις κατηγορία, μομφή, ψόγο
  2. (οικείο) κακολογία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.