κατηγόρηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κατηγόρηση οι κατηγορήσεις
      γενική της κατηγόρησης* των κατηγορήσεων
    αιτιατική την κατηγόρηση τις κατηγορήσεις
     κλητική κατηγόρηση κατηγορήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, κατηγορήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κατηγόρηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατηγόρη(σις) + -ση [1]

Ουσιαστικό

κατηγόρηση θηλυκό

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη κατηγορώ

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.