συγκατηγορούμενη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκατηγορούμενη οι συγκατηγορούμενες
      γενική της συγκατηγορούμενης των συγκατηγορούμενων
& συγκατηγορουμένων
    αιτιατική τη συγκατηγορούμενη τις συγκατηγορούμενες
     κλητική συγκατηγορούμενη συγκατηγορούμενες
Δείτε και συγκατηγορουμένη.
Κατηγορία όπως «διανοούμενη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συγκατηγορούμενη < συγκατηγορούμενος +

Ουσιαστικό

συγκατηγορούμενη θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.