κατάδρομος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κατάδρομος | η | κατάδρομη | το | κατάδρομο |
| γενική | του | κατάδρομου | της | κατάδρομης | του | κατάδρομου |
| αιτιατική | τον | κατάδρομο | την | κατάδρομη | το | κατάδρομο |
| κλητική | κατάδρομε | κατάδρομη | κατάδρομο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κατάδρομοι | οι | κατάδρομες | τα | κατάδρομα |
| γενική | των | κατάδρομων | των | κατάδρομων | των | κατάδρομων |
| αιτιατική | τους | κατάδρομους | τις | κατάδρομες | τα | κατάδρομα |
| κλητική | κατάδρομοι | κατάδρομες | κατάδρομα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κατάδρομος (νεολογισμός) < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάδρομος. Συγχρονικά αναλύεται σε κατά- + -δρομος (σε αντιστοιχία με το ανάδρομος)
Επίθετο
κατάδρομος -η, -ο
- που κινείται προς τα κάτω, που κινείται σύμφωνα με τη φυσική ροή ή φορά
- (ειδικότερα, ψάρι) που αφορά το είδος ψαριού που κινείται από τα ποτάμια προς τις θάλασσες («κατέρχεται», «κατεβαίνει» προς τη θάλασσα)
- ≈ συνώνυμα: καταδρομικός ιχθύς
- (εντομολογία) [1] έντομα που ανήκουν στην οικογένεια Carabidae και στην τάξη των Κολεοπτέρων (Coleoptera)
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
κατάδρομος
|
|
Αναφορές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | κατάδρομος | τὸ | κατάδρομον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | καταδρόμου | τοῦ | καταδρόμου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | καταδρόμῳ | τῷ | καταδρόμῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | κατάδρομον | τὸ | κατάδρομον | ||
| κλητική ὦ! | κατάδρομε | κατάδρομον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | κατάδρομοι | τὰ | κατάδρομᾰ | ||
| γενική | τῶν | καταδρόμων | τῶν | καταδρόμων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | καταδρόμοις | τοῖς | καταδρόμοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | καταδρόμους | τὰ | κατάδρομᾰ | ||
| κλητική ὦ! | κατάδρομοι | κατάδρομᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | καταδρόμω | τὼ | καταδρόμω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | καταδρόμοιν | τοῖν | καταδρόμοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συγγενικά
- ἀμφίδρομος
- ἀνάδρομος
- καταδρομεύς
- καταδρομή
- → και δείτε τη λέξη δρόμος
Πηγές
- κατάδρομος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατάδρομος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.