κατέρχομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατέρχομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατέρχομαι[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈteɾ.xo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κατέρχομαι

Ρήμα

κατέρχομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. κατεβαίνω (από κάπου)
  2. κατεβαίνω (σε εκλογές), θέτω υποψηφιότητα

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.