κολεόπτερα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | κολεόπτερα | ||
| γενική | των | κολεόπτερων | ||
| αιτιατική | τα | κολεόπτερα | ||
| κλητική | κολεόπτερα | |||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κολεόπτερα < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική coleoptera < αρχαία ελληνική κολεόπτερα < κολεόπτερος < κολεός + πτερόν
Ουσιαστικό
κολεόπτερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (έντομο) η μεγαλύτερη τάξη στην ομοταξία των εντόμων
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.