καταδρομικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καταδρομικό | τα | καταδρομικά |
| γενική | του | καταδρομικού | των | καταδρομικών |
| αιτιατική | το | καταδρομικό | τα | καταδρομικά |
| κλητική | καταδρομικό | καταδρομικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
καταδρομικό ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, στρατιωτικός όρος) το πολεμικό σκάφος προοριζόμενο για αιφνιδιαστικές επιθέσεις και καταδίωξη εχθρικών σκαφών
Συνώνυμα
Κλιτικός τύπος επιθέτου
καταδρομικό
- αιτιατική ενικού του καταδρομικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του καταδρομικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
