ερημωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ερημωμένος | η | ερημωμένη | το | ερημωμένο |
| γενική | του | ερημωμένου | της | ερημωμένης | του | ερημωμένου |
| αιτιατική | τον | ερημωμένο | την | ερημωμένη | το | ερημωμένο |
| κλητική | ερημωμένε | ερημωμένη | ερημωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ερημωμένοι | οι | ερημωμένες | τα | ερημωμένα |
| γενική | των | ερημωμένων | των | ερημωμένων | των | ερημωμένων |
| αιτιατική | τους | ερημωμένους | τις | ερημωμένες | τα | ερημωμένα |
| κλητική | ερημωμένοι | ερημωμένες | ερημωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
ερημωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.