ανάδρομος
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ανάδρομος < ελληνιστική κοινή ἀνάδρομος
Επίθετο

Ανάδρομη κίνηση σελήνης ως προς τη γη
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανάδρομος | η | ανάδρομη | το | ανάδρομο |
| γενική | του | ανάδρομου | της | ανάδρομης | του | ανάδρομου |
| αιτιατική | τον | ανάδρομο | την | ανάδρομη | το | ανάδρομο |
| κλητική | ανάδρομε | ανάδρομη | ανάδρομο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανάδρομοι | οι | ανάδρομες | τα | ανάδρομα |
| γενική | των | ανάδρομων | των | ανάδρομων | των | ανάδρομων |
| αιτιατική | τους | ανάδρομους | τις | ανάδρομες | τα | ανάδρομα |
| κλητική | ανάδρομοι | ανάδρομες | ανάδρομα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
ανάδρομος -η, -ο
- που κινείται προς τα πάνω, που κινείται αντίθετα με τη φυσική ροή ή φορά
- (ειδικότερα) (ιχθυολογία) που αφορά το είδος ψαριού που μετακινείται («ανέρχεται») από τη θάλασσα στα ποτάμια για να γεννήσει
- άλλες μορφές: αναδρομικός
- (ειδικότερα) (ιχθυολογία) που αφορά το είδος ψαριού που μετακινείται («ανέρχεται») από τη θάλασσα στα ποτάμια για να γεννήσει
- που κινείται από τα αριστερά προς τα δεξιά
Συνώνυμα
Αντώνυμα
- ορθόδρομος
- (ιχθυολογία) καταδρομικός, κατάδρομος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.