υψικάμινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υψικάμινος | οι | υψικάμινοι (υψικάμινες) |
| γενική | της | υψικαμίνου | των | υψικαμίνων |
| αιτιατική | την | υψικάμινο | τις | υψικαμίνους (υψικάμινες) |
| κλητική | υψικάμινε (υψικάμινο) | υψικάμινοι (υψικάμινες) | ||
| Κατηγορία όπως «διάμετρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υψικάμινος < υψι- + κάμινος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική haut fourneau: ο σωστός σχηματισμός θα ήταν * υψηλοκάμινος)
Ουσιαστικό
υψικάμινος θηλυκό
- ειδική κάμινος μεγάλου ύψους, που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες, εντός της οποίας γίνεται η τήξη του σιδήρου και παρασκευάζεται ο χυτοσίδηρος
- (κατ’ επέκταση) εργοστάσιο με τέτοιες καμίνους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.