forge

Αγγλικά (en)

Ρήμα

forge (en)

  1. σφυρηλατώ
  2. πλαστογραφώ
  3. συγκροτώ, κατασκευάζω, φτιάχνω

Ουσιαστικό

forge (en)

  1. το χυτήριο
  2. το σιδηρουργείο, το σιδεράδικο
  3. η σφυρηλάτηση

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
forge forges

forge (fr) θηλυκό

  1. το μεταλλουργείο, το σιδηρουργείο, τo σιδεράδικο
  2. το καμίνι

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη forger
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.