καμινέτο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καμινέτο | τα | καμινέτα |
| γενική | του | καμινέτου | των | καμινέτων |
| αιτιατική | το | καμινέτο | τα | καμινέτα |
| κλητική | καμινέτο | καμινέτα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Καμινέτο ή φλόγιστρο.
Ετυμολογία
- καμινέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική caminetto < camino < λατινική caminus < αρχαία ελληνική κάμινος (αντιδάνειο)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.miˈne.to/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐μι‐νέ‐το
Ουσιαστικό
καμινέτο ουδέτερο
- (συσκευή) ειδική φορητή συσκευή, που με την προσάρτηση φιάλης προπανίου, βουτανίου ή άλλου υλικού στο κάτω μέρος δημιουργεί φλόγα στο πάνω μέρος της συσκευής και χρησιμοποιείται στη μαγειρική
- ※ Ο Σωτήρης ξύπνησε, έβαλε να ψήσει καφέ στο καμινέτο. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
- (κατ’ επέκταση) ανάλογη συσκευή που από ειδικό επιστόμιο βγάζει ρυθμιζόμενη φλόγα για διάφορες χρήσεις και εργασίες
Συγγενικά
- καμινετάκι
- → και δείτε τη λέξη κάμινος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.