εκκαμίνευση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκκαμίνευση οι εκκαμινεύσεις
      γενική της εκκαμίνευσης* των εκκαμινεύσεων
    αιτιατική την εκκαμίνευση τις εκκαμινεύσεις
     κλητική εκκαμίνευση εκκαμινεύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκκαμινεύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκκαμίνευση < εκκαμινεύ(ω) + -ση < καμίνι

Ουσιαστικό

εκκαμίνευση θηλυκό

Συγγενικά

 δείτε τη λέξη καμίνι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.