εκκαμίνευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκκαμίνευση | οι | εκκαμινεύσεις |
| γενική | της | εκκαμίνευσης* | των | εκκαμινεύσεων |
| αιτιατική | την | εκκαμίνευση | τις | εκκαμινεύσεις |
| κλητική | εκκαμίνευση | εκκαμινεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκκαμινεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εκκαμίνευση < εκκαμινεύ(ω) + -ση < καμίνι
Ουσιαστικό
εκκαμίνευση θηλυκό
- η τοποθέτηση ενός ορυκτού ή μεταλλεύματος σε καμίνι με υψηλή θερμοκρασία, προκειμένου να το επεξεργαστούμε ή να παράγουμε κάποιο προϊόν
Μεταφράσεις
εκκαμίνευση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.