καμίνευση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | καμίνευση | οι | καμινεύσεις |
| γενική | της | καμίνευσης* | των | καμινεύσεων |
| αιτιατική | την | καμίνευση | τις | καμινεύσεις |
| κλητική | καμίνευση | καμινεύσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, καμινεύσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καμίνι
Μεταφράσεις
καμίνευση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.