εκκαμινεύω
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
εκκαμινεύω
- η τοποθετώ ορυκτό ή μετάλλευμα σε καμίνι με υψηλή θερμοκρασία, προκειμένου να το επεξεργαστώ ή να παράγω κάποιο προϊόν
Συγγενικά
- εκκαμίνευση
- → δείτε τη λέξη καμίνι
Μεταφράσεις
εκκαμινεύω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.