καμινάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καμινάδα οι καμινάδες
      γενική της καμινάδας των καμινάδων
    αιτιατική την καμινάδα τις καμινάδες
     κλητική καμινάδα καμινάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καμινάδα < βενετική caminada < λατινική caminata[1], θηλυκό του caminatus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος camino < caminus < ελληνιστική κοινή κάμινος (αντιδάνειο)

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.miˈna.ða/
καμινάδα σε στέγη κτιρίου

Ουσιαστικό

καμινάδα θηλυκό

Συνώνυμα

Σημειώσεις

  1. υστερολατινική (camera) caminata: δωμάτιο με τζάκι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.