καμινευτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | καμινευτήριο | τα | καμινευτήρια |
| γενική | του | καμινευτήριου & καμινευτηρίου |
των | καμινευτήριων & καμινευτηρίων |
| αιτιατική | το | καμινευτήριο | τα | καμινευτήρια |
| κλητική | καμινευτήριο | καμινευτήρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη καμίνι
Μεταφράσεις
καμινευτήριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.