καμινευτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καμινευτικός η καμινευτική το καμινευτικό
      γενική του καμινευτικού της καμινευτικής του καμινευτικού
    αιτιατική τον καμινευτικό την καμινευτική το καμινευτικό
     κλητική καμινευτικέ καμινευτική καμινευτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καμινευτικοί οι καμινευτικές τα καμινευτικά
      γενική των καμινευτικών των καμινευτικών των καμινευτικών
    αιτιατική τους καμινευτικούς τις καμινευτικές τα καμινευτικά
     κλητική καμινευτικοί καμινευτικές καμινευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καμινευτικός < ελληνιστική κοινή καμινευτικός < αρχαία ελληνική καμινεύω < κάμινος

Επίθετο

καμινευτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.