κλίβανος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κλίβανος | οι | κλίβανοι |
| γενική | του | κλιβάνου & κλίβανου |
των | κλιβάνων |
| αιτιατική | τον | κλίβανο | τους | κλιβάνους |
| κλητική | κλίβανε | κλίβανοι | ||
| Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κλίβανος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλίβανος (αγγειοπλαστικός φούρνος) < αρχαία ελληνική κλίβανος (σκεπαστό αγγείο από χώμα), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fourneau[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈkli.va.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κλί‐βα‐νος
Ουσιαστικό
κλίβανος αρσενικό
- ο χώρος περικλεισμένος, όπου μπορεί ν’ αναπτυχθεί με καύση μεγάλη θερμότητα για το ψήσιμο ψωμιού, εδεσμάτων ή για άλλες χρήσεις
- ※ Σβησμένες όλες οι φωτιές οι πλάστρες μεσ' στη Χώρα. / Στήν εκκλησιά, στον κλίβανο, στο σπίτι, στ' αργαστήρι, / παντού, στο κάστρο, στην καρδιά, τ' αποκαΐδια, οι στάχτες. (Κωστής Παλαμάς, Η φλογέρα του Βασιλιά)
Συγγενικά
- απολυμαντικός κλίβανος
- αρτοκλίβανος
- κλιβανισμένος
- κλιβανισμός
Αναφορές
- κλίβανος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.