κλίβανος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κλίβανος οι κλίβανοι
      γενική του κλιβάνου
& κλίβανου
των κλιβάνων
    αιτιατική τον κλίβανο τους κλιβάνους
     κλητική κλίβανε κλίβανοι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κλίβανος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κλίβανος (αγγειοπλαστικός φούρνος) < αρχαία ελληνική κλίβανος (σκεπαστό αγγείο από χώμα), μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική fourneau[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈkli.va.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κλίβανος

Ουσιαστικό

κλίβανος αρσενικό

Συγγενικά

  • απολυμαντικός κλίβανος
  • αρτοκλίβανος
  • κλιβανισμένος
  • κλιβανισμός

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.